- ξεγεννάω
- ξεγεννάω / ξεγεννώ, ξεγέννησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεγεννώ — ξεγεννάω / ξεγεννώ, ξεγέννησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek
ξεγεννώ — ή ξεγεννάω ξεγέννησα, ξεγεννημένος 1. μτβ., βοηθώ ετοιμόγεννη γυναίκα να γεννήσει: Την ξεγέννησε η μαμή. 2. αμτβ., γεννώ, λευτερώνομαι: Ξεγέννησε καλά. 3. για ζώα κοπαδιού, παύω να γεννώ, τελειώνω την περίοδο της γέννας: Ξεγέννησαν όλα τα γίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)